Η ερώτηση «τί θα κάνω τώρα χωρίς τη Χαρά;», απασχολεί ήδη πολλούς. Ίσως, αργότερα, απίστευτα πολλούς. Ως ο πλέον άμεσα διερωτώμενος, απασφαλίζω –δική της η έκφραση. Δεν είναι ώρα, για σχήματα λόγου, κλισέ και δεν συμμαζεύεται. Οχι μόνον για τον υπογράφοντα.
Κατ’ αρχήν, αυτό που έκανε τόσα χρόνια, αποθανατίσθηκε προκαταβολικά
σε ασπρόμαυρη φωτογραφία γύρω στο ‘64. Η δασκάλα της 6ης δημοτικού
είχε πει για το χορό: «να πατάτε τη
γραμμή». Οι συμμαθήτριες χόρευαν άνετα. Η γλυκειά εξαίρεση, με το όμορφο
λευκό φουστανάκι και το θεόγλυκο μπονμπόν, έκανε κάτι αλλιώτικο: με απόλυτη
αφοσίωση, είχε και τα δύο πέλματά της εστραμμένα, ώστε να είναι εξ ολοκλήρου μέσα
στη λευκή γραμμή του κύκλου.
Πολλές φορές είχε σχολιάσει την εικόνα, πάντα με κάποιο
–λίγο αινιγματικό– χαμόγελο. Η πρώτη της απάντηση, λοιπόν, με νόημα: «Η Χαρά χαρά δεν έχει, και χαρά στον που την
έχει».
Κι όπως μου είχε πει ένας συμμαθητής της κάπου το ’70, «Ό,τι κάνει η Χαρούλα, το
λατρεύει».
Στα πλαίσια αυτά, είχε το προτέρημα-ελάττωμα να είναι
προβλέψιμη.
Μπορούσε λ.χ. κανείς να την στέλνει στην Κακαβιά, χωρίς καν
αυτοκίνητο. Και να είναι σίγουρος ότι όχι μόνον θα βρει τρόπο να φθάσει στα
επαναστατημένα Τίρανα του Χότζα, αλλά και θα πάρει την πρώτη συνέντευξη του
διαδόχου του.
Αντίστοιχα, με τη Ρουμανία του Τσαουσέσκου.
Μπορούσε ακόμη και να αφήνει τη συνέχεια
των δημοσίων έργων της χώρας να βασίζεται στα άρθρα και το αρχείο της.
Απίστευτό, αλλά αληθινό.
Ήταν για δεκαετίες η υψηλή επιβλέπουσα των
μεγάλων έργων της χώρας. Μαζί, βράχος προστασίας του περιβάλλοντος.
Γι αυτό και έχω ήδη δημοσιοποιήσει: «εύχομαι ολόψυχα στην Εφ. Συν. να βρει
κουράγιο να προσπαθήσει να την αναπληρώσει».
Είχα το προνόμιο στις εκμυστηρεύσεις της.
Είμαι βέβαιος ότι δεν έχει εκμυστηρευτεί σε
κανέναν άλλον την κορυφαία μη λεκτική αναγνώριση του ήθους της. Σε εκδήλωση
μεγάλης εργοληπτικής εταιρείας, ο τότε κραταιός ιδιοκτήτης, πλησίασε το γνωστό
πηγαδάκι. Ρωτάει «ποια είναι η κυρία Τζαναβάρα;», της δίνει το χέρι, και
στρίβει με το καροτσάκι του.
Χαθήκαμε μόνον στη δεκαετία της επανάστασής
μου. Η απόλυτη αθέατη δράση. Κι αλίμονο αν διατυπωθεί αργά, ως προς εμένα, η
ερώτηση της πρώτης παραγράφου.
Ως κατ’ επάγγελμα αδερφός της, ως μελετητής
δημοσίων έργων, ήξερα ότι με παίρνει για μαγκιές.
Μπορούσα να προφέρω σε σύσκεψη «Θα την κάνουμε τη μελέτη όπως τη θέλετε
κύριε υπουργέ, αλλά θα σας τη φέρουμε να την υπογράψετε εσείς.»
Μπορούσα να ξεκαρδίζομαι στα γέλια, με ένα
απίστευτο αποκλειστικό ρεπορτάζ: «Χαρά,
μόλις υπέγραψα να πάρει ο αδερφός σου μελέτη στη Δ12», «Ας προσέχατε». Και ο πανίσχυρος απρόσεκτος,
να το επαναλαμβάνει δύο χρόνια μετά. «Αμετανόητος» κι αξεπλήρωτος.
Μπορούσα να κριτικάρω, από επίσημο βήμα
(1996), το πρόγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου, ενώ είχα στην τσέπη ηγεμονικό
ποσοστό σε σύμβαση.
Μπορούσα, ως εκπρόσωπος του ΤΕΕ, να
μηδενίζω 12 από τις 15 μεγάλες εργοληπτικές εταιρείες, σε διαγωνισμό μεγάλου
έργου του Κηφισού. Μπορούσα να αποστομώνω τους μανδαρίνους του Υπουργείου
Γεωργίας (Κ.Γ.Σ.Ε.Ε.) κ.α. Μπορούσα να τυλίγω σε μια κόλλα χαρτί καθηγητή του
ΕΜΠ, και να μην γίνεται ποτέ το «Κοίτα μη
σε βρούμε με κάνενα στιλέτο στην πλάτη».
Μπορούσα να απευθύνω δημοσίως ένα «ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΛΙΑΣΚΑ», να βγάζω
τις ενοχές μου, αλλά και να μαζεύω Like και επαινετικά σχόλια. Γιατί κανείς δεν
τολμούσε –τουλάχιστον φανερά– να μου πει «Ευτυχώς
που δεν το διάβασε».
Σε αυτό το αυθαίρετα αποκτημένο δικαίωμα
στο μείγμα θάρρους και θράσους, είχα λόγους να βασίζομαι στη big sister μου.
Πρώτον, είναι γονικό μας. Δεύτερον,
εργαζόμουνα για τα τρία ανίψια της που λάτρευε. Τρίτον, το είχα πάρει με το
σπαθί μου στην περιπέτεια της υγείας της του ’92. Τέταρτον, ήμουν σύμβουλος και
«πηγή» της.
Και πέμπτον, και σημαντικότερο γι’ αυτήν,
είχα δίκιο. Πάντα. Και στις θέσεις και στις προβλέψεις. Στον Κηφισό, έγιναν οι
πλημμύρες. Το Κτηματολόγιο βάλτωσε. Φτάνουν;
Ο επί 12ετία Πρόεδρος του ΤΕΕ, που την είχε
δεξί του χέρι, μάντευε προφανώς τη δεύτερη απάντησή της. Ήταν πολύ
προσεκτικός στη διοίκηση πυγμής που δικαιολογούσε η αξία του –μετά και η θέση
του.
Γι αυτό, δεν είχε πει
στη Χαρά ποτέ ΟΧΙ. Ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει δικό της παιχνιδάκι.
Γι αυτόν και το ΤΕΕ επέμενε.
Την δεύτερη απάντησή της, από την ανάποδη, την ξέρουν όσοι
εισέπραξαν ένα αποφασιστικό της «Γειά.» Άλλοι θέλησαν να επιβάλουν πειθαρχία, σε ένα
άτομο αυτοβούλως πειθαρχικό. Άλλοι, απλώς φάνηκαν «λίγοι».
Διατυπωμένο είτε ως «Βγάλτα
πέρα μόνος σου», είτε «Κόψε το λαιμό
σου», είτε –το χειρότερο– σιωπηρά, μπορώ να διαβεβαιώσω, ως επί 62 χρόνια
αδερφός της, ότι ήταν πάντα οριστικό.
Πόσο μάλλον τώρα.
Διμηνιό 26 Μαρτίου 2020
Κώστας Τζαναβάρας
Άρθρο στην Εφημερίδα
των Συντακτών (Εφ.Συν.) 28.3.2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου