Διάχυτη
είναι η απορία για τον νέο πλανητάρχη. Πολύ περισσότεροι από τους οπαδούς του,
ή τους «ορκισμένους» εχθρούς του, είναι αυτοί που αναρωτιούνται κάτι σαν «τι
συμβαίνει με την περίπτωσή του ;». Και η κοινή γνώμη, ο απλός τηλεθεατής, έχει
περάσει πολλά σκαμπανεβάσματα εντυπώσεων. Από τα χαμηλά της εναντίον του γενικής
κατακραυγής τον Οκτώβριο, στην θριαμβευτική επικράτησή του ένα μήνα μετά – το
ισχυρότερο.
Οι «πολλοί», πίστεψαν τις
δημοσκοπήσεις που έδιναν 12-15% προβάδισμα στην Clinton. Στοιχημάτισαν υπέρ της, ακόμη και 9:1. Και επέμεναν,
κάπου στο 5:1, ακόμη και την τελευταία ημέρα της ψηφοφορίας. Ποιος τους
χειραγώγησε άγρια, ώστε να είναι τόσο «σίγουροι» ; Ποιοι «παντελόνιασαν» και
γελάνε εις βάρος τους ;
Αυτές οι ερωτήσεις δεν
αφορούν μόνον τους θαμώνες των γραφείων στοιχημάτων. Ίδιες άρδην διαψεύσεις «βεβαιοτήτων»
έχουν οι πάντες. Και δεν είναι απλό ζήτημα να εξοικειωθεί κανείς με το
αναπάντεχο. Θέλει και χρόνο. Πόσο
μάλλον που αυτό το αναπάντεχο είναι και τόσο αλλόκοτα διαφορετικό από «το
γνωστό και το οικείο». Θυμίζει σε τίποτα, άραγε, κάποιον προηγούμενο Πρόεδρο
της υπερδύναμης ;
Από πλευράς μου, σε άρθρο ήδη
από τις αρχές του φθινοπώρου, έχω κάνει λόγο για «αγαναχτισμένο δισεκατομμυ-ριούχο».
Και τον Δεκέμβριο έγραφα για το «Μετέωρο βήμα του Donald Trump».
Επεσήμαινα ότι στερείται ιδεολογίας για τις σαρωτικές αλλαγές που σχεδιάζει.
Δεν έχει κοσμοθεωρία, δηλαδή, που να δίνει συνοχή στις ενέργειές του.
Ήδη,
έχει βρεθεί σε περιπέτειες με την γνωστή υπόθεση του travel ban. Δεν είναι
μόνον η ίδια η αναστολή της απόφασής του. Είναι – ίσως περισσότερο – τα ακατάσχετα
σχόλιά του κατά των δικαστών που ανέκοψαν την «εκτελεστική οδηγία» του. Η
αναστολή υποδεικνύει απλώς αδυναμίες. Οι δημόσιοι χαρακτηρισμοί, όμως, δείχνουν
άλλου επιπέδου ζητήματα.
Χαρακτήρισε «αποκαλούμενο
δικαστή» (so called judge)
αυτόν που τόλμησε να ορθώσει το ανάστημά του. Οι συντριπτικά περισσότεροι, και προφανώς
κι ίδιος ο Πρόεδρος, βλέπουν πολιτική αντιπαράθεση. Ψάχνουν την πολιτική
σκοπιμότητα. Φαντασιώνονται τις «πλάτες» που στηρίζουν την ανταρσία ενός απλού
Ομοσπονδιακού Δικαστή απέναντι στον πανίσχυρο Πρόεδρο. Ελάχιστοι σκύβουν στο
βαθιά ανθρώπινο σκεπτικό του.
Το σκεπτικό του James L.
Robart, επεκτάθηκε από το Εφετείο, και δικαιώθηκε παμψηφεί. Πρυτάνευσε η γενική
θεώρηση του δημοσίου ενδιαφέροντος (consider the public interest generally).
Και αυτή ακριβώς η θεώρηση, εν όψει περιορισμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απαγόρευσε
ασυνάρτητες αιτιολογίες. Με άλλα λόγια, το Εφετείο δεν αρνήθηκε το δικαίωμα της
Εκτελεστικής Εξουσίας για επιβολή μέτρων και απαγορεύσεων. Ζήτησε επαρκή
αιτιολόγησή τους. Και την σκιαγράφησε, θέτοντας απλά και λογικά ερωτήματα.
Αν και μη νομικός, θα
καταθέσω δημοσίως την άποψή μου : Πρόκειται για δικανική σκέψη-κόσμημα. Και,
απέναντί της, ο Donald Trump θα είχε κάθε λόγο να είναι όχι μόνον προσεκτικός αλλά
και συγκαταβατικός. Γιατί ;
Ως
υποψήφιος, πρώτον, είχε ορθώς χαρακτηρίσει την υποψηφιότητά του «μάχη για τον
πολιτισμό μας». Και – προς τιμήν του – έδωσε σκληρή μάχη απέναντι στο «διεφθαρμένο
κατεστημένο» (corrupt establishment) και τα «ανέντιμα μέσα» (crooked media).
Τώρα, όμως, αρνείται ένα βασικό στοιχείο αυτού του πολιτισμού. Στην πράξη,
αντιπαρατίθεται στον θεσμό της Δικαιοσύνης. Αδυνατεί να αναγνώσει ψύχραιμος τις
δικαστικές αποφάσεις. Αλλά το σκεπτικό τους είναι απόσταγμα αυτού του
πολιτισμού που υποστηρίζει ότι υπερασπίζεται.
Ως
Πρόεδρος, δεύτερον, όφειλε να σπεύσει να συμμορφωθεί. Αν προσχωρήσει κανείς
στις ανησυχίες του, οι επείγοντες λόγοι που τον οδήγησαν στην υπογραφή της επίδικης
executive order, εξακολουθούν
να υπάρχουν. Τα δικαστήρια απλώς του υπέδειξαν να αιτιολογήσει πληρέστερα τις
αποφάσεις του. Να βγάζουν νόημα τα μέτρα του.
Ο κίνδυνος, που ο ίδιος
υποδεικνύει, επιβάλλει να συμμορφωθεί προς τις δικαστικές αποφάσεις. Το συντομότερο.
Οι προτεραιότητες επιβάλλουν να επανέλθει με προσαρμοσμένη οδηγία. Όχι να
χρονοτριβεί αντιδικώντας και σχολιάζοντας. Αν τα δικαστήρια έσφαλαν, υπάρχει
χρόνος να ελεγχθούν.
Αντ’ αυτού, προτίμησε τους
χαρακτηρισμούς και την κινδυνολογία. Έριξε προκαταβολικά τις ευθύνες στους
δικαστές για τυχόν τρομοκρατικό χτύπημα. Ενώ οι ευθύνες θα είναι απολύτως δικές
του.
Ο
παρ’ ολίγον αντίπαλός του Bernie
Sanders, έσπευσε να μιλήσει για «παραληρηματική» (delusional) συμπεριφορά. Έχει φυσικά τους λόγους του να
προετοιμάζεται για το 2020. Έχει τους λόγους του να αγορεύει σαν εισαγγελέας,
αντί να λειτουργεί σαν σκαπανέας. Ποιος – στις μέρες μας – θα τον κατηγορήσει
που επιχαίρει για τα λάθη ;
Αυτό που ζητά κάθε συνετός από
τον Donald Trump, είναι
να αντιληφθεί το προφανές : τα μέτρα του δεν θα είχαν αποτρέψει π.χ. το χτύπημα
στους «δίδυμους πύργους» το 2001. Κοντολογίς, χρειάζονται μέτρα που να πείθουν
για την αποτελεσματικότητά τους και την σκοπιμότητά τους.
Είναι απαραίτητη, λοιπόν, μία
θεαματική στροφή του πλανητάρχη. Δεν φθάνουν μισόλογα, υπεκφυγές και μπαλώματα.
Χρειάζεται και μια γενναία ανάληψη ευθυνών – το βασικό. Σαν «street smart», τόσο
ο ίδιος όσο και το επιτελείο του, μπορούν να βρουν τη βέλτιστη λύση. Χωρίς
θεωρία. Πρακτικά.
Σίγουρα, η ανατροπή ψευδαισθήσεων,
και ο απεγκλωβισμός τόσο πολλών από την ισοπεδωτική προπαγάνδα, δεν είναι απλό
πράγμα. Και δικαιολογεί πολλά. Αλλά κάποιος θα χρειασθεί να του υποδείξει, έγκαιρα
και πειστικά, ότι ο χαρακτηρισμός «αισχρή (disgraceful) απόφαση» δεν είναι απλώς αστήρικτος και άδικος.
Είναι ολίσθημα. Κυρίως, όμως, μπορεί
να αποβεί fatal error.
Κόρινθος
12 Φεβρουαρίου 2017
Κώστας
Τζαναβάρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου