Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Donald J.Trump ο συντηρητικός επαναστάτης



Ο Πρόεδρος Trump είναι ένας μεγαλοεπιχειρηματίας, που μπήκε στην πολιτική, σαν ταύρος σε υαλοπωλείο. Αυτό το βλέπουν όλοι. Σκοπεύει, όμως, να φύγει έχοντας ανακαινίσει το μαγαζί. Γι’ αυτό και σπάει επιλεκτικά. Αυτό ΔΕΝ το βλέπουν πολλοί.
Υαλοπωλείο, είναι το “totally corrupt political establishment”, το πλήρως διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο. Υαλικά, είναι οι κανόνες «πολιτικής ορθότητας» αλλά και διάφορες καθιερωμένες πολιτικές θέσεις. Σπάει δηλαδή τα στερεότυπα που έχει εγκαθιδρύσει αυτό το κατεστημένο.
Επαναστάτης, λοιπόν, είναι γιατί προωθεί θεμελιώδεις αλλαγές.
Συντηρητικός επαναστάτης, είναι γιατί πιστεύει σε αξίες που σήμερα χαρακτηρίζονται “old fashion” –παλιομοδίτικες. Πιστεύει στον Θεό, στην Πατρίδα, στην Οικογένεια. Λέει ΝΑΙ στο καινούργιο, αλλά ΠΡΩΤΑ λέει ΝΑΙ στο παλιό που αξίζει.
Σπάσιμο στερεοτύπου είναι η ίδια η παρουσία του στην πολιτική. Φέρνει στην πολιτική τις αρχές και τις δεξιότητες επιχειρηματία. Ρεαλιστής, μελετημένος, οραματιστής, εργατικός, παραγωγικός. Μαχητής ακούραστος. Δεν φοβάται να σπαραλιάσει τα κακώς κείμενα. Αρχίζει από τη ρίζα. Αλλά δεν του φθάνει η ρήξη και η προσπάθεια –θέλει αποτελέσματα.
Σπάσιμο στερεοτύπου είναι η γενική αποκήρυξη των πολιτικών λαθών του παρελθόντος, ανεξαρτήτως κόμματος. Το ίδιο, και η γενική καταγγελία της πολιτικής διαφθοράς.
Σπάσιμο στερεοτύπου είναι η άγρια κόντρα με τον Τύπο. Τα “crooked media” (ανέντιμα μέσα) είναι βασικός του αντίπαλος. Άλλοτε αποσιωπούν γεγονότα, άλλοτε παραποιούν θέσεις, πάντοτε έχουν τίτλους που κατευθύνουν επιτηδείως την κρίση μας. Προπαγάνδα ναζιστικών αντιλήψεων.
Σπάσιμο στερεοτύπου είναι και η στρατηγική του απέναντι στους ισχυρούς αντιπάλους του. Είναι μάστορας στην παραπλάνηση. Ξέρει καλά να βάζει τρικλοποδιές στην ενορχηστρωμένη προπαγάνδα. Ξέρει καλά να βραχυκυκλώνει κολλημένους στα στερεότυπα.
Ως πλανητάρχης, προωθεί την παγκόσμια συνύπαρξη και συγκατάβαση. Θέλει ανά τον κόσμο κράτη κυρίαρχα και ανεξάρτητα. Δεν θέλει να υποδεικνύει συμπεριφορές, σε κανέναν. Αποκηρύσσει το πρότυπο της χώρας-χωροφύλακα. Αυτό κι αν είναι σπάσιμο στερεοτύπου.
Στην χώρα του, μεθοδικά, γκρεμίζει την γραφειοκρατία. Χτίζει κράτος καλύτερο και φθηνότερο. Λιτό και αποτελεσματικό. Έτσι θα πετύχει ταυτόχρονα και να μειώνει τους φόρους και να ελέγχει το δημόσιο χρέος. Με αυτή την προοπτικη, απογειώνει την Οικονομία.
Οι περισσότεροι, όμως, δεν μπορούν ακόμη να καταλάβουν τι σημαίνει «κράτος καλύτερο και φθηνότερο». Αυτό είναι το απόλυτο σπάσιμο στερεοτύπου.
Για να τα διακρίνει κανείς όλα αυτά, ως στοιχεία προς αξιολόγηση φυσικά, χρειάζεται προσπάθεια. Ιδιαίτερα, για τον απεγκλωβισμό της σκέψης από προκαταλήψεις και τετριμμένες αντιλήψεις. Δεν είναι καθόλου απλό να συζητήσει κανείς λ.χ. την απόφασή του για απόσυρση από την Συνθήκη του Παρισιού.
Χρειάζεται και διαχωρισμός του ΤΙ επιδιώκει από το ΠΩΣ το προωθεί. Δεν είναι καθόλου απλό να αποδεχθεί κανείς το προφανές: «δεν γίνεται ομελέτα, αν δεν σπάσουν αβγά». Με την Βόρεια Κορέα;
Από πλευράς του υπογράφοντος, ήδη από τις 25 Αυγούστου του ‘16, η θέση ήταν σαφής: έχουμε «ξεκαθάρισμα λογαριασμών». Αρκετά αργότερα, ο GUARDIAN χαρακτήριζε τον επιβατήριο λόγο του νέου Προέδρου «κήρυξη πολιτικού πολέμου».
Επίσης εγκαίρως, από τον προηγούμενο Δεκέμβριο, επισήμαινα την έλλειψη ιδεολογίας, θεωρίας. Έκανα λόγο για «μετέωρο βήμα». Ενεργεί σαν αμερικανός: πρακτικά. Παραμένει «στοίχημα».
Κάπως έτσι, σήμερα δημοσιεύω διαδικτυακά το τεύχος «Donald J.Trump ο συντηρητικός επαναστάτης». Συγκεντρώνει 36 άρθρα 16 μηνών. [Για κατέβασμα: facebook  - scribd]
Αισθάνομαι ότι έχει να προσφέρει πολλά σε όσους θα ήθελαν να [ξανα]σκεφθούν –και τι πιστεύουν και τι κάνουν. Διαβάζοντας απροκατάληπτα, τα συμπεράσματα καθίστανται εδραία. Η τυχόν διαφωνία, ξεκαθαρίζει. Η συμφωνία, όμως, στριμώχνει. Ιδιαίτερα, τους εγχώριους «κατσεναδουμε»…

Κόρινθος 31 Δεκεμβρίου 2017

Κώστας Τζαναβάρας


Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Κάτι σαν παραμύθι


Ο νικητής της πιο σκληρής εκλογικής κούρσας όλων των εποχών, έκανε τα πάντα για να κρύψει τα κρυφά όπλα που του έδωσαν την νίκη. Βοηθούσε, άλλωστε, η ανοησία των αντιπάλων του. Δεν μπορεί να βρει, η «απατημένη στρίγγλα», το κρυφό όπλο, και τα ρίχνει όλα στο όπλο που χωράει το μυαλό της.
Όλοι αυτό κάνουν, άλλωστε.

Το «μαλακό καρύδι», όμως, αποκάλεσε δημοσίως «σκληρό μπισκότο» ένα φιλαράκι του, που μάλιστα «πληρώνει την νύφη», κατηγορούμενος άδικα.
Το μαλακό καρύδι, είπε και κάτι χειρότερο: «τα πάω καλά με το σκληρό μπισκότο, παρότι προτιμούσε την απατημένη στρίγγλα». Τέτοια αχαριστία ο άθλιος, αν και άνθρωπος της πιάτσας.
Το σκληρό μπισκότο ανταπέδωσε τα φίλια πυρά. Δεν είπε, βέβαια, κάτι για το μαλακό καρύδι –θα καρφωνόταν άσχημα. Έπιασε στο στόμα του, όμως, τον κολλητό του αχάριστου, γνωστόν και ως «μαύρο χρυσοθήρα». Και τον κάρφωσε αδίστακτα: «έμπλεξε με κακές παρέες, και πήρε τον κακό το δρόμο».
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, είναι και ο «σκεπτικός δράκος», με τις τρέχα-γύρευε-τι-ήθελε-να-πει σοφίες του. Αλλά, έτσι είναι αυτοί που έχουν αδιαμφισβήτητα επικρατήσει στο σπιτικό τους: υπεράνω. Άνετοι. Άρχοντες.

Οι τρεις: το μαλακό καρύδι, το σκληρό μπισκότο και ο σκεπτικός δράκος, έχουν κάνει την παγκόσμια σκακιέρα πράσινη τσόχα. Και παίζουν ουχί πόκερ, όπως θα περίμενε ο καθείς, αλλά πρέφα.

Παίζουν με ευχαρίστηση, γιατί αντιλαμβάνονται ότι αναμφιβόλως «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον». Τουτέστιν: Ο τέταρτος, ο «τεμπέλης» που λέμε στην πρέφα, είναι όνομα και πράγμα: «άπαιχτος».
Συνήθως, έχει τους τέσσερεις άσσους στο χέρι, αλλά κάνει και την πάπια, μην και του ψάξει κανείς τα μανίκια με τους υπόλοιπους άσσους.
Όοολη η παρέα γνωρίζει καλώς το ούτω πως διατυπούμενον: ο άπαιχτος, όποτε θελήσει, παίρνει όοολες τις μπάζες. Παίζοντας τίμια και με την αξία του. Στα ίσια. Αλλά είναι τόοοσο καλό παιδί, που δεν το κάνει δεύτερη φορά ξανά. Τους το εξήγησε απλά μετά την πρώτη: «να ‘χουμε να παίζουμε».

Όθεν, όλα πάνε καλά στις διεθνείς σχέσεις. Ο «άπαιχτος» αναγνωρίζεται ως αφεντικό, σκέτο, και είναι όοολοι ευχαριστημένοι. Μικροί και μεγάλοι.
Εκτός από την χώρα του γνωστού δόγματος: «Ποιος είσαι εσύ ρε;». Εξ ου και «Έξω πάμε καλά…»…

Κάπως έτσι, είχαμε και παίζαμε. Μέχρι που ο άπαιχτος έμαθε ότι το μαλακό καρύδι πρόσβαλε άσχημα τους άλλους δύο της παρέας.
Είναι αλήθεια ότι κοίταζαν τα φύλλα του, ότι ξεπατίκωναν τα κόλπα του. Αλλά πάει πολύ το «ρεβιζιονιστές».

Κόρινθος 24 Δεκεμβρίου 2017

Κώστας Τζαναβάρας

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Σίγουρα μιλάμε για το ίδιο πράγμα;


Είναι γνωστό[;] ότι ζούμε στην εποχή του «μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε», αλλά δεν είναι απλώς ότι δεν τα πολύ-καταφέρνουμε στην συνεννόηση. Υπάρχουν χίλια-δυό εμπόδια, τόσο στην πλευρά του «θέλουμε», όσο και στην πλευρά του «μπορούμε».

Η ερώτηση «τι εννοείς;», λόγου χάριν, θεωρείται κάτι σαν ντροπή μειοδοσίας. Δείχνει κάτι σαν απαράδεκτη υποχώρηση στον αντίπαλο και τις απόψεις του. Η διαφωνία είναι –για τους περισσότερους– το ζητούμενο, όχι η λύση. Η γνώση των απόψεων που διαφωνούμε, περιττεύει. «Φθάνουν» οι εντυπώσεις.
Η ερώτηση «που διαφωνούμε;», είναι λιγότερο γνωστή πατέντα. Οδηγεί, όμως, σε ματ ειδικής μορφής: αποστομωτικής. Ο κομπλεξικός και αμόρφωτος που [υποτίθεται ότι] κάνουμε διάλογο, ψάχνει και δεν βρίσκει τι να απαντήσει. Ανακαλύπτει ότι του είναι αδύνατον να ομολογήσει την αμορφωσιά του. Πόσο μάλλον, το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τον ωθεί στην «δομική αντιπολίτευση».
Και με τις δύο ως άνω ερωτήσεις, τα πράγματα χειροτερεύουν αγρίως, αν προστεθεί η λίαν αντιδημοφιλής λέξη «ακριβώς». Είναι πολύ άσχημη εμπειρία για τον κομπλεξικό, όταν αντιλαμβάνεται τα όρια της διακριτικής του ικανότητας. Δεν μπορεί να βρει διαφορές στα παρόμοια. Δεν έχει τρόπο να αποδώσει τις λεπτές αποχρώσεις.
Το ίδιο, και με την ερώτηση του τίτλου. Ατυχώς, τα πράγματα δεν είναι συνήθως τόσο ρόδινα, όπως στο ανάλαφρο pas des deux με εκλεκτή fb-φίλη:

Σε κάθε περίπτωση, η πιο άσχημη εμπειρία για τον κομπλεξικό, είναι όταν συνειδητοποιεί ότι του έχουν φυτευτεί στον εγκέφαλο εικόνες και «απόψεις». Και, ως φυτεμένες, δεν έχουν πια αιτιολογία. Του επιτρέπουν να αναγνωρίζει δύο πράγματα και μόνον: συμμάχους και εχθρούς. Εμπνέουν μιμητισμό και φανατισμό.
Μια τέτοια «εικόνα-άποψη» υπέδειξα, εμμέσως πλην σαφώς, με το άρθρο «Lets rethink sex». Υπέδειξα την σαφή διαφορά μας με τους –γενικά μιλώντας– δυτικούς, στο καίριο ζήτημα: αγάπη-έρωτας-σεξ. Με την έμφαση στον έρωτα, ίσως θύμισα και πράγματα που πονάνε.
Η «εικόνα-άποψη»: πλάνη για την εθνική φυσιογνωμία μας ΤΩΡΑ. Πλάνη ότι δεν είμαστε πραγματικοί Έλληνες αλλά τριτοκοσμικοί.
Ο έχων την πλάνη δεν αντέχει να διαβάσει καν το άρθρο. Πολύ χειρότερα, η έχουσα. Εκεί αποδεικνύεται ποιος είναι πραγματικά αμόρφωτος, και ποιος είναι πραγματικά κομπλεξικός. Ποιος δεν αντέχει τον διάλογο, ποιος δεν μπορεί να πει, με δικά του λόγια, που διαφωνεί ακριβώς. Ποιος είναι τελικά πολιτισμένος.
Το λεγόμενο και striptease. Ελληνιστί: Τα κουβαδάκια σας, κυρίες και κύριοι ευρωγενίτσαροι, και σε άλλη παραλία. Χαλαρά.

Η όλη προσπάθεια, η Ελληνική Αναγέννηση, η ανάδειξη, ανάκτηση και αναβάθμιση της Εθνικής μας Φυσιογνωμίας δηλαδή, φαίνεται σαν άπιαστο όνειρο. Δύσκολα βρίσκει απήχηση ακόμη και το προφανέστερο των επιχειρημάτων: αναγέννηση θα έχουμε όχι αν και κατεστραμμένοι, αλλά επειδή είμαστε κατεστραμμένοι.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα με μία ακόμη ανατρεπτική άποψη του υπογράφοντος: η Ελληνική Αναγέννηση έχει έναν μεγάλο φίλο, που ούτε καν το γνωρίζει μάλιστα: τον Πρόεδρο της Αμερικής Donald J.Trump. Εν ολίγοις: Διαμορφώνει, με αυτά που κάνει για την χώρα του και τον πλανήτη, θετική ατμόσφαιρα.
Κουφό, πολλαπλώς μάλιστα, αλλά καίριο ζήτημα. Αξίζει να το καλοσκεφθούμε. Όμως: σίγουρα μιλάμε για αυτά που κάνει και επιδιώκει; Ή μήπως μιλάμε για αυτά που μας «ενημερώνουν»;
Άλλο θέμα, φυσικά, το ότι η Ελληνική Αναγέννηση προορίζεται να πάει πολύ μακρύτερα από εκεί που μπορεί να φαντασθεί ένας Αμερικανός.

Ακόμη πιο ανήκουστος, είναι ο χαρακτηρισμός που του αποδίδω: συντηρητικός επαναστάτης. Αλλά δεν θα αιτιολογήσω τον χαρακτηρισμό. Σκεπτόμουνα –για να είμαι ειλικρινής– να γράψω για τον κατά Λιαντίνη «συντηρητικό νεωτεριστή και οραματιστή». Για τον Σόλωνα, το επίτευγμά του: την δημοκρατία, και το θεμέλιό της: την Δίκη. Αλλά δεν θα είχε νόημα.

Αντί για αιτιολόγηση, θα δημοσιεύσω στις 31.12 σχετικό τεύχος, σε .pdf μορφή. Θα περιέχει όλα τα άρθρα μου, από τον Αύγουστο του ’16. Τότε που ο Trump ήταν μια «σφαγμένη» υποψηφιότητα.
Είχα γράψει για «ενάρετες σαρωτικές αλλαγές». Ο καθένας θα κρίνει, έστω και τώρα, τι ακριβώς επιχειρεί  και αν όντως είναι θεμελιώδεις μεταβολές. Αμέσως μετά, θα κρίνει τα μέσα που χρησιμοποιεί. Και, εν τέλει, θα κρίνει αν είναι επαναστάτης, όπως και κατά ποια έννοια είναι συντηρητικός επαναστάτης.

Κάπως έτσι, μαζί με την αλλαγή χρονιάς, μπαίνουμε σε νέα φάση του «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών» (ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ φ.1511/8.9.16), με το totally corrupt political establishment και τα crooked media.
Κι όποιος καταλάβει, κατάλαβε…

Κόρινθος 17 Δεκεμβρίου 2017

Κώστας Τζαναβάρας

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

“Let’s rethink sex”




Η περισπούδαστη προτροπή «Ας ξανασκεφθούμε το σεξ», φιγουράρισε πρόσφατα σε χαρακτηριστικό άρθρο γνώμης της Washington Post. Θέμα, η γνωστή παράνοια, με την σεξουαλική παρενόχληση, που εσχάτως τους έπιασε εκεί –πού αλλού;– στην Αμερική. Αλλά είναι εντυπωσιακό το τι εννοούν «σεξ» –όχι μόνον στον τίτλο. Και είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό, όπως θα προκύψει παρακάτω, το τι εννοούν «ξανασκεφθούμε».

Σεξ, λοιπόν, εννοούν αυτό που λέμε «σκέτο σεξ», κοινώς: ξεπέτα. Χωρίς συναισθήματα, δεσμούς και λοιπές αμοντερνιές. Και όλος ο προβληματισμός είναι μην τυχόν και περάσει κάποιο όριο το σχετικό καμάκι. Μην υπάρχει δηλαδή κάποιου είδους υπερβολική πίεση: βιαιότητα, ψυχολογική ή σωματική, ή εργασιακός εκβιασμός.
Η λύση του μείζονος αυτού προβλήματος, προφανής εκ πρώτης όψεως, είναι στην λέξη-κλειδί: συγκατάθεση. Η αρθρογράφος, όμως, το πανωσκέφτεται. Και δεν παραλείπει να δώσει και μαθηματική διάσταση του ζητήματος: “The policing of sex seems to assume that it’s better to have ten times less sex than to risk having a nonconsensual sexual experience.” Ελληνιστί, το πρόβλημά τους: αξίζει να χάνουμε 10 ευκαιρίες, μην και στραβώσει η μία;
Ας το σκεφθούμε αμερικάνικα –πρακτικά δηλαδή.
Όλη η τωρινή φασαρία ξεκίνησε από τις αποκαλύψεις για τα –προ δεκαετιών– καμώματα κάποιου παραγωγού κινηματογράφου (από W το επώνυμό του, αν θυμάμαι καλά). Οι κακές γλώσσες, βέβαια, είχαν χρόνια που έλεγαν ότι τα καλά κορίτσια του αμερικανικού κινηματογράφου, για να πάρουν ρόλο, έπρεπε να περάσουν από το κρεβάτι του παραγωγού της αντίστοιχης ταινίας. Αλλά, οι καλές γλώσσες, έλεγαν ότι υπήρχαν και εξαιρέσεις.
Μετά από δεκαετίες, φευ!, τα άλλοτε συγκαταβατικά κορίτσια πήραν θάρρος. Τουτέστιν: Επιβεβαίωσαν δημοσίως τις κακές γλώσσες. Ο “W” έγινε πρωτοσέλιδο –τσάμπα δημοσιότητα δηλαδή. Ομολόγησε, και ανακοίνωσε δημοσίως ότι ξεκίνησε θεραπεία.
Προφανώς θα γυρίσει λευκός σαν περιστέρι, βαθειά μετανοιωμένος. Τόσο που του λοιπού θα είναι προσεκτικός: Η εκάστοτε επίδοξη κρεβαταναβάτρια, θα έχει αρμοδίως ειδοποιηθεί ότι στο κομοδίνο θα αφήνει πρώτα ενυπόγραφη δήλωση συγκαταθέσεως μετά βαθέων αισθημάτων. [Στοίχημα;]
Και λύθηκε το πρόβλημα –για τα αμερικανάκια.
Εμείς τι ρόλο βαράμε, είναι το ζήτημα. Γελάμε [όχι πια;] με τα καμώματα των νεοβαρβάρων, αλλά η επιρροή τους στα γούστα μας, στην αίσθηση του ωραίου και του ευχάριστου, του κάλλους, τείνει να μας αλλοιώσει. Τελειωτικά.
Αναρωτιέται κανείς λ.χ. τι ακριβώς διαβάζει παρακάτω στο ίδιο άρθρο: «Τώρα θα μπορούσε να είναι η στιγμή να επανεισαχθούν αρετές όπως η σύνεση, η εγκράτεια, ο σεβασμός and even love».
Ελπιδοφόρος συλλογισμός: «ακόμη κι αγάπη»! Αλλά –αν κάνουμε το λάθος και μπούμε στον κόπο να το ψάξουμε αυτό το απίστευτο “and even love”– να τι βρίσκουμε. Το ερώτημα «αγάπη ή έρωτας;», ας πούμε, δ-ε-ν μεταφράζεται στα αγγλικά. Ούτε γαλλικά, ούτε γερμανικά, ούτε ισπανικά, ούτε καν ιταλικά. Σωστά;
Love, για τους αγγλόφωνους, δηλαδή, σημαίνει και αγάπη και έρωτας. Ανακατεμένα. Αξεχώριστα. Τόσο που εδώ δεν σημαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Απλούστατα, σημαίνει αμοιβαία επιθυμία. Σωματική. Ή συμφέροντος –για τον ρόλο π.χ.
Συναισθήματα; Ποια συναισθήματα;
Πειστικά, αμερικάνικα, έχει γραφεί: «Οι άντρες στην πραγματικότητα προτιμούν τις ελκυστικές –σε λογικά πλαίσια– γυναίκες, αλλά κυνηγούν τις πολύ όμορφες κυρίως για να εντυπωσιάσουν άλλους άντρες».
Ερώτηση δύσκολη: άραγε από πότε συμβαίνει αυτό και στην χώρα μας; Ή, αν καλοσκεφθούμε τις αλυσιδωτές συνέπειες: Από πότε μένουν τα ομορφότερα και εξυπνότερα κορίτσια μας στο ράφι; Μήπως, αν και συστηματικό πρόβλημα, δεν το έχουμε προσέξει;
Άλλη, πιο δύσκολη: κι όταν τα ομορφότερα και εξυπνότερα κορίτσια μας παντρεύονται, τι μπορεί –μπορεί!– να ανακαλύπτουν αργότερα για τα κίνητρα του εκλεκτού;
Άλλη, ακόμη πιο δύσκολη: τι θυμίζει το «Γοητεία είναι ένας τρόπος να παίρνεις την απάντηση “ναι”, χωρίς να έχεις κάνει κάποια ξεκάθαρη ερώτηση»; Στην εποχή της σεξουαλικής παρενόχλησης, βεβαίως-βεβαίως…
Αν πράγματι [δεν χωράνε αντιρρήσεις στην top-συμβουλατόρισσα], «Η ουσία δεν είναι να πάψουμε να κάνουμε λάθη, αλλά να πάψουμε να κάνουμε τα ίδια λάθη....», μήπως να δούμε λιγάκι τα λάθη μας;
Το βασικό, για τα πρότυπα και την ξενομανία μας, υπό Ι.Συκουτρή, στην Εισαγωγή του στο «Συμπόσιο»: «Από το πλήθος των προσώπων προς τα οποία ωθεί η γενετήσια ορμή, η ψυχή θα κάνει επιλογή του Ενός. Και σε αυτή δεν σε καθοδήγησαν λογικά κριτήρια, αισθητικές προτιμήσεις, συμπτωματικά γεγονότα, ηθικές κρίσεις. Εφ’ όσον πρόκειται για γνήσιο έρωτα, ο άνθρωπος αντικρύζει την εκλογή αυτή ως κάτι μοιραίο, που τον οδηγεί, χωρίς να γνωρίζει την αιτία, προς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, μοναδικό και αναντικατάστατο, το οικείο.»
Πολύ απλά, δηλαδή μπερδεμένα, είναι τραγικό λάθος μας να αποδεχόμαστε ότι όλοι ερωτευόμαστε ίδια, επειδή απλώς είμαστε κάτω από το ίδιο φεγγάρι. Το δικαίωμά τους, να ερωτεύονται όπως θέλουν, ή να μην ερωτεύονται, κανένας Έλληνας δεν θα τους το στερήσει. Δικαίωμά τους, ακόμη και να νομίζουν ό,τι θέλουν.
Το δικαίωμά μας;  

Κόρινθος 10 Δεκεμβρίου 2017
Κώστας Τζαναβάρας

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Γιατί όχι αριστοδημοκρατικά κόμματα;



Έχουμε εξοικειωθεί με την δήθεν δημοκρατία και τα φερσίματά της. Συνηθίσαμε τους κανόνες της, τους θεσμούς της, την νοοτροπία της, την βρωμιά της. Θεωρούμε πιά φυσιολογική την διαστροφή εννοιών, τον εκφυλισμό κρισίμων λέξεων. Την απώλεια νοημάτων και αξιών. Την σύγχυση.
Αυτό ακριβώς προκύπτει, την ώρα που προσπαθούμε να οργανωθούμε, ώστε να αντισταθούμε ομαδικά. Όσοι έχουμε άποψη, όσοι δεν χωράμε στον ρόλο του οπαδού. Όσοι δεν αντέχουμε υπερεξουσίες, δημαγωγούς και αρχηγικές κλίκες. Όσοι δυσανασχετούμε με το τρέχον επίπεδο πολιτικού διαλόγου.
Ανακαλύπτουμε, δηλαδή, ότι δεν βγαίνει άκρη, ότι ο συντονισμός μας είναι χίμαιρα. Και τα ρίχνουμε όλα σε προσωπικές ευθύνες. Αυτός ακριβώς είναι ο αντίλογος: δεν φταίνε τόσο τα άτομα, όσο η διαδικασία. Η διαδικασία πολιτικού διαλόγου είναι που έχει διαστραφεί. Και από πολύ παλιά.
Πάνω από όλα: Η «αυτονόητη» διαδικασία πολιτικού διαλόγου είναι που δίνει συστηματικό πλεονέκτημα στους «άλλους». Αυτή υποβιβάζει το άτομο, υπέρ των κοπαδιών. Αυτή διώχνει τους άξιους, ή τους χαλάει.
Έτσι τελικά προκύπτει το γνωστό και λίαν περισπούδαστο: «η βλακεία είναι ανίκητη». Εκεί ακριβώς βρισκόμαστε.

Αυτή η διάχυτη σύγχυση, φθάνει να εξισώνει και την αριστοκρατία με την ολιγαρχία. Είναι διάχυτη και η εντύπωση ότι άριστος σημαίνει αριστούχος. Σπουδαγμένος, με πτυχία και μεταπτυχιακά. Τα κριτήρια έχουν γίνει προ πολλού τυπικά, όχι ουσιαστικά. Για να ελέγχονται από τις κλίκες, υπέρ των «ημετέρων».
Η σημερινή κοινωνία αποθεώνει τους ειδικούς, αλλά αδιαφορεί για το σύνδρομο του βλάκα ειδικού. Μείζον ζήτημα,  σε έξαρση σήμερα, αν και γνωστό από αιώνες. Η κοινή λογική σπανίζει –ιδίως στις πράξεις.

Κάπως έτσι, δύσκολα βρίσκει κανείς το –επί του προκειμένου– καίριο λάθος στην διαδικτυακή ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: «Ως Αριστοκρατία εννοείται εκείνο το πολίτευμα που στηρίζεται κατά τον Αριστοτέλη στη διακυβέρνηση των αρίστων.»
Σωστά, βέβαια, διευκρινίζεται αμέσως μετά: «Στην πορεία των χρόνων, ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα για να υποδηλώσει τις τάξεις των ευγενών κληρονομικώ δικαιώματι, με αποτέλεσμα να παρατηρείται σύγχυση της καθαρής έννοιας της αριστοκρατίας με εκείνη της ολιγαρχίας. Οι άριστοι στην καθομιλούμενη των νεότερων χρόνων ταυτίστηκαν σταδιακά με τις ανώτερες τάξεις, ειδικότερα δε με τους μεγάλους γαιοκτήμονες και το φεουδαρχικό σύστημα.»
Ποιο είναι το λάθος στον ορισμό; Δεν είναι «το πολίτευμα» αλλά «το ορθό πολίτευμα». Πολύ απλά, Αριστοτελικώς, η αριστοκρατία υπάγεται στα «ορθά πολιτεύματα». Αυτά δηλαδή που αποσκοπούν στο κοινό καλό. Δεν υπάγεται στα παρεκβατικά πολιτεύματα, όπου η εξουσία έχει ιδιοτελείς σκοπούς. Είναι χοντρό λάθος να παραλείπεται αυτό στον ορισμό.
Συνεπώς, αν θέλει κανείς να αποδώσει ορισμό στον μεγάλο Μακεδόνα, θα πρέπει να είναι πλήρης: Αριστοκρατία εννοείται εκείνο το πολίτευμα που αποσκοπεί στο κοινό καλό και στηρίζεται στη διακυβέρνηση των αρίστων.
Για τους δύσπιστους, αλλιώς: ξέρουμε ότι οι άριστοι υπάγονται στο Σωκρατικό: «Αν γνωρίζεις το καλό, δεν μπορείς παρά να το πράξεις», αλλά γιατί να το κρύβουμε από έναν ορισμό;

Η αριστοδημοκρατία είναι μία νέα ιδέα. Και νέα λέξη.
Αλλά, για να ασχοληθεί κανείς με αυτή την νέα ιδέα, χρειάζεται να έχει την δύναμη να ξεφύγει από τα στερεότυπα. Χρειάζεται να έχει κανείς την δύναμη να βρει χρόνο, να μελετήσει, να κάνει καινούργιους συλλογισμούς, και τότε! να συγκρίνει ρεαλιστικά την νέα ιδέα με τις παλιές. Και να πάρει τις ισχυρές αποφάσεις του.
Εκεί υπεισέρχεται και η πνευματική οκνηρία και ο δογματισμός. Εκεί και η γοητεία «του γνωστού και του οικείου».

Εκεί μπαίνουν και οι αναγκαίες –επί του θέματος– ανατρεπτικές ερωτήσεις:
1.       Πώς θα ήταν ο αριστοκρατικός διάλογος στην εποχή του internet; Οι Ομηρικές «συνάξεις»;
2.       Πώς θα ήταν οι ψηφοφορίες, μετά από αριστοκρατικό διάλογο στην εποχή του internet; Μήπως αριστοδημοκρατικές; Δημοκρατικότερες των αμεσοδημοκρατικών;
3.       Να ξαναδούμε το ξεχασμένο θεματάκι με την διάκριση των εξουσιών; Να βάζαμε κι άλλες, και σε καλομελετημένη νέα διάταξη;
4.       Μας αρέσουν οι έφοροι της Αρχαίας Σπάρτης, ή μόνον οι επιστάμενοι της Ελβετίας;
5.       Το κυριότερο: μας απαγορεύει κανείς να ξεπεράσουμε τον Αριστοτέλη;
Η νέα ιδέα υπόσχεται πολλά, κυρίως αξιοπρέπεια και αποτελεσματικότητα. Υπόσχεται βασίμως νέα πνοή, αλλά και σαφή υπεροπλία. Υπόσχεται νικηφόρα αντεπίθεση στην προπαγάνδα.
Το τρέχον ζήτημα, όμως, είναι πόσοι έχουν την διάθεση να ασχοληθούν με νέες ιδέες, και μάλιστα τόσο φιλόδοξες. Και πόσοι δεν βάζουν τα γέλια στην ιδέα κόμματος που όντως ενδιαφέρεται για το κοινό καλό.
Δεν έχουμε, λοιπόν, αριστοδημοκρατικά κόμματα, λόγω εγκλωβισμού στις στερεότυπες αντιλήψεις και τις εκφυλισμένες διαδικασίες. Ή όχι;

Κόρινθος 3 Δεκεμβρίου 2017
Κώστας Τζαναβάρας