Απευθύνω αυτό το άρθρο κυρίως σε φίλους προσκείμενους στο ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να τους δείξω επακριβώς τι βλέπω ότι στηρίζουν στην περίπτωση της περιφερειάρχισσας Αττικής Ρ.Δούρου.
Καθαρές κουβέντες, με σαφείς υποδείξεις, πάνω στο γνωστό
4λεπτο βίντεο.
Να το ξαναδούμε, πρώτα, προτείνω. Προσεκτικά –να ξέρουμε για
τι μιλάμε.
«Ο Αγώνας για την
Αλήθεια Ξεκινάει», κατά την περί ης. Και το έναυσμα, απ’ ό,τι λέει, αλλά
και απ’ ό,τι ρώτησα και [μισο;]κατάλαβα, προέκυψε από ένα βίντεο που έστειλε με
sms ο
Πατούλης σε ψηφοφόρους στο Μάτι και τα πέριξ.
Αυτό το βίντεο, στο ίδιο μυστηριακό στυλ, σαν από ταινία
τρόμου, έδειχνε εικόνες της καταστροφής. Είχε και κάποιο τραγούδι
[παραφρασμένο;] «ΔΩΣΤΕ ΜΟΥ ΦΩΤΙΑ ΝΑ ΚΑΨΩ, ΝΑ ΜΗ ΜΕΙΝΕΙ ΤΙΠΟΤΑ». Και –φαίνεται– το
μπέρδευε, με κάποιο τρόπο, σαν να το έστειλε η Δούρου.
Αρχίζει έτσι ένα γαϊτανάκι τρόμου, στο οποίο –έτσι όπως
είναι σήμερα τα εκλογικά μας ήθη– δεν χάνει κανείς από τους δύο. Είναι μία
αντιπαράθεση που ελκύει και συσπειρώνει. Αυξάνει το άθροισμά τους. Γι’ αυτό και
γίνεται.
Και δεν χρειάζεται να κάνουν κάποια συμφωνία –τους ωθούν
αβίαστα οι άγραφοι νόμοι του συστήματος. Το συμφέρον τους.
Σε αυτό το σημείο, η Δούρου κάνει κάτι απαράδεκτο:
αντιγράφει εργαλείο της ναζιστικής προπαγάνδας.
Ο Γκαίμπελς, ως γνωστόν, συνήθιζε να προβάλλει στερεότυπα το
σύνθημα «Alle sagen Ya!» Άκουγε η κυρά-κατίνα κι ο μπαρμπα-μήτσος ότι
«Όλοι λένε Ναι!», και πειθόταν. Άμεσα και οριστικά.
Έτσι αποδέχθηκαν να γίνει πόλεμος, έτσι έστειλαν το παιδί
στον πόλεμο, έτσι ο φρουρός έβαλε τον Εβραίο στο φούρνο κ.λ.π. Γνωστά πράγματα,
αλλά μάλλον ξεχασμένα.
Συγκεκριμένα, η Δούρου, αντί να πει ευθέως κάτι σαν «ό
Πατούλης σας έστειλε αυτό», περνάει πονηρά το «Όλοι ξέρουν». Φαίνεται αθώο και ασήμαντο, αλλά δεν είναι. Αυτοί που
απλώς δεν έτυχε να ξέρουν, μπαίνουν στο γνωστό «μηχανισμό συμμόρφωσης». Και
διστάζουν να ρωτήσουν. Εγκλωβίζονται, και θυματοποιούνται.
Αυτός ο επιτήδειος εγκλωβισμός θυμάτων, θα επιβεβαιωθεί και
παρακάτω.
Πριν μπούμε στα πολύ βαθιά, παρακάτω, προτείνω να τελειώνουμε
πρώτα με τον Πατούλη και τις σχετικές επικρίσεις της Δούρου. Οι «τοξικοί άνθρωποι» που «χρησιμοποιούν τον πόνο τόσων οικογενειών,
μόνο και μόνο για να έχουν μία ευκαιρία να εκλεγούν», και για εμένα, είναι
μία αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Για εμένα τουλάχιστον, είναι –με παραλλαγές– και
η βασική αρρώστια της Ελλάδας. Διαχρονικά.
Και είναι κοινωνικός καρκίνος. Βασικά «κύτταρα» του κοινωνικού
ιστού, σκέπτονται το συμφέρον τους και μόνον. Σε βαθμό διαστροφής, μέχρι και
παράνοιας.
Αλλά, εδώ δ-ε-ν μιλάμε για τον Πατούλη –άλλωστε δεν τον ξέρω
καθόλου. Μιλάμε για τη Δούρου.
Να το γενικεύσουμε, να έχουμε ένα μπούσουλα πολιτικών
διαλόγων;
Έχουμε και λέμε:
[1] εξετάζουμε ξε-χω-ρι-στά τι λέει ο Α,
[2] εξετάζουμε ξε-χω-ρι-στά τι λέει ο Β και
[3] τ-ώ-ρ-α συγκρίνουμε Α και Β.
Όταν προσπαθούμε να βγάλουμε άκρη από αυτά τα τρία
ταυτόχρονα, ή μόνο κάνοντας το [3], έχουμε τα γνωστά αποτελέσματα. Το γνωστό
πολιτικό κλίμα. Υποθέτω ότι θέλουμε κάτι καλύτερο. Ποιοτικά καλύτερο. Όχι;
Γυρίζουμε στη Δούρου.
Στο ίδιο πλαίσιο σύγχυσης, είναι και αυτά που λέει για «τα 40 χρόνια του παλαιού καθεστώτος».
Λέει: «Αρνήθηκα να δείξω με το δάχτυλο
άλλους», και αναρωτιέμαι γιατί. Προφανώς, όπως λέει, η «φροντίδα των οικογενειών των θυμάτων»
έχει προτεραιότητα. Αναντίρρητα. Αλλά από πότε αποφασίσαμε να μην αποδίδονται
ευθύνες για οφθαλμοφανή εγκλήματα;
Μια λογική εξήγηση: από τότε που χρειάζονται ασυλία και οι
εγκληματικές ολιγωρίες της περσινής τραγωδίας. Μία πρώτη χαρακτηριστική
ένδειξη: δεν κάνει καμία απολύτως αναφορά σε ευθύνες δικές της. Μόνο
επιχείρημα, από πλευράς της περί ης, η σιωπή. Φθάνει;
Η γνώμη μου: η σιωπή είναι επιχείρημα, και πολύ πειστικό,
όταν κάποιος έχει εξ αντικειμένου δίκιο. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, δεν
χρειάζεται ποτέ να επικαλεσθεί τη σιωπή του. Αν βρεθεί στην ανάγκη να τη
θυμίσει, τότε κρίνεται το σκεπτικό της. Δεν δικαιώνεται αυτομάτως.
Εν ολίγοις: η περί ης θεωρεί ότι δικαιώθηκε για τα πάντα,
επειδή απλώς σιώπησε. Αλλά δεν πάει έτσι. Να το δούμε συγκεκριμένα.
Η Ρένα Δούρου, λοιπόν, ισχυρίζεται: «Επέλεξα (…) να δουλέψω σκληρά, ώστε να μη μας ξαναβρεί μία τέτοια
καταστροφή». Ιδού τι ακριβώς
προσκομίζει, μετά από σχεδόν ένα χρόνο τέτοιας «σκληρής δουλειάς»: πλήρη σύγχυση.
Πρώτον, προτείνει σιωπηρά πλήρη παραίτηση ακόμη και από
σκέψεις για διόρθωση των όσων άφησε το ως άνω «παλαιό καθεστώς»: απέραντες εκτάσεις [νομιμοποιημένων;] αυθαιρέτων
σε πευκοδάση. Ώστε, τελικά, δεν γίνεται τίποτα να διορθωθεί; Θα καιγόμαστε για
πάντα;
Δεύτερον, δεν κάνει καμία σκέψη ακόμη και για ετήσια έργα
καθαρισμού, ώστε να ελαττώνονται κάπως τα εύφλεκτα υλικά. Τίποτα δηλαδή σε
νοοτροπία Προμηθέα. Τίποτα πριν την κακιά την ώρα.
Τρίτον, επιχειρεί απαράδεκτη κινδυνολογία για «σφοδρές κλιματικές αλλαγές». Επί τέλους:
φωτιές σε κατοικημένα πευκοδάση, έχουμε κάθε τόσο. Ερωτώ: στον πρωτάκουστο
απολογισμό νεκρών της φωτιάς στο Μάτι, πώς ακριβώς «ευθύνεται» η κλιματική
αλλαγή; Άραγε, στοιχειοθετείται κάποιος βάσιμος συλλογισμός, ή ό,τι θέλουμε
λέμε;
Κι αυτό το «σφοδρές»,
πώς ξεφύτρωσε σε ένα χαρακτηριστικά αργό φαινόμενο; Τόσο αργό, μάλιστα, που
αμφισβητείται από επιστήμονες ακόμη και η ύπαρξή του.
Ακόμη: «θα προκαλέσουν
περισσότερες τέτοιες πυρκαγιές, σε βαθμό που δεν έχουμε ξαναδεί». Έλεος.
Τέταρτον, εκείνες οι «δυνάμεις
ανώτερες από μας», από τις οποίες «εξαρτάται
το πότε θα ξεσπάσει η επόμενη φωτιά», τι φρούτο είναι πάλι; Απ’ όσο ξέρω
από Θρησκευτικά, όταν μιλάμε για Θεό, εννοούμε την Ανώτερη Δύναμη. Μήπως εδώ,
με τον πληθυντικό, και το δάχτυλο που δείχνει ψυχρά ψηλά, κι όχι με κάποια
ευλάβεια, έχουμε κάτι σχετικό με τη θρυλούμενη τεχνολογία πρόκλησης φυσικών
καταστροφών; Μήπως να την ρωτήσουμε να ξέρουμε τι κίνδυνο διατρέχουμε; Με
σαφήνεια, όχι περίπου.
Πέμπτον, και κυριότερο, δηλώνει ευθέως: «Είναι ανθρωπίνως αδύνατο να αποτρέψω την
επόμενη φωτιά». Τι στο καλό εννοεί πάλι; Τι ακριβώς δεν μπορεί να
αποτρέψει; φωτιά; καψίματα; θανάτους;
Θεωρητικά, μόνον το πρώτο είναι ανθρωπίνως αδύνατο να το
αποτρέψει. Όμως, η επέκταση μιάς εστίας φωτιάς, όπως και οι ανθρώπινες
απώλειες, αποτρέπονται. Όχι, βέβαια, με προχειρότητες και ασάφειες.
Αλλιώς: η φωτιά δ-ε-ν χαμπαριάζει από δημιουργική ασάφεια.
Και, έκτον, μετά από τόσους μήνες «σκληρής δουλειάς», προσκομίζει ιδέα για λύση: θα πέφτει σύρμα από
μηνύματα με κινητά που «θα μας ειδοποιούν
και θα μας καθοδηγούν στην ασφάλεια».
Αυτό το τελευταίο, πάντα κατά τη γνώμη μου, είναι και το
χειρότερο.
Και δεν αναφέρομαι, φυσικά, στο ότι ούτε σε αυτό το σημείο
αισθάνθηκε την ανάγκη να απολογηθεί. Διευκρινίζω: Αν –έστω– είναι ανθρωπίνως
δικαιολογημένη που δεν το σκέφθηκε πριν την περσινή φωτιά, γιατί τώρα το έχει
στο προεκλογικό πρόγραμμα κι όχι στον απολογισμό της; Σωστά;
Αλλιώς: τι καλύτερο έχουμε έτοιμο για φέτος το καλοκαίρι;
Ποιος ευθύνεται;
Να, όμως, γιατί το θεωρώ χειρότερο: Η λύση που προτείνει
είναι χαρακτηριστική νεοταξικού κυνισμού. Εκμεταλλεύονται φτώχεια, μιζέρια,
ανάγκες κ.τ.τ. για να οδηγούν μάζες σε ομηρία. Και να τις έχουν για σίγουρους
ψηφοφόρους.
Λόγου χάριν, με κάτι τέτοια, οι «Δημοκρατικοί» της Αμερικής
έπαιρναν 90% στους Αφρο-Αμερικανούς. Εγκαθιδρύοντας και συντηρώντας σχέση
εξάρτησης, στα πρότυπα του «Σύνδρομου της Στοκχόλμης».
Τώρα πιά, έχουμε κάτι ακόμη χειρότερο. Δεν συντηρούν απλώς
τη φτώχεια, αλλά οδηγούν στη φτώχεια. Φτωχοποιούν. Ή, εκμεταλλεύονται συστηματικά
την εκάστοτε αδήριτη ανάγκη του κοσμάκη.
Επί του προκειμένου, με χαρακτηριστικό κυνισμό, αποκλείεται
από το σχεδιασμό αντιπυρικής προστασίας ο,τιδήποτε άλλο, εκτός από τις σωτήριες
ειδοποιήσεις με κινητά. Τις οποίες φυσικά θα ελέγχουν.
Προφανώς, εδώ δεν τελειώνει ο προβληματισμός. Εδώ αρχίζει.
20 Μαΐου 2019
Κώστας Τζαναβάρας
Υ.Γ.: Με την ευκαιρία, μήπως να τσεκάρουμε –προς κάθε
κατεύθυνση!– αν γίνεται χρήση κι ενός άλλου ναζιστικού εργαλείου; Θυμίζω: οι ίδιοι
οι εμπρηστές του Ραϊχσταγκ έδειχναν θρασύτατα κάποιους άλλους για ενόχους του
εμπρησμού.
Το τονίζω: να τσεκάρουμε. Αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου