Ένα ρεματάκι, με κοίτη που μόλις διακρίνεται στους χάρτες,
με λεκάνη απορροής κάπου 20 τετραγωνικών χιλιομέτρων, κατέστρεψε μία πόλη και
έστειλε στον τάφο 20 συνανθρώπους μας. Κι όλα αυτά, ως αποτέλεσμα μιάς απλώς
ισχυρής βροχής. Στα όρια του συνήθους αντιπλημμυρικού σχεδιασμού, αλλά δυσμενώς
κατανεμημένης. Μιάς βροχής που στις περισσότερες χώρες του πλανήτη θα
θεωρούνταν ψιχάλα.
Το όψιμο ενδιαφέρον κάποιων για τα θύματα, όμως, ελάχιστα
κρύβει την βασική επιδίωξη: συγκάλυψη ευθυνών. Καμία δημόσια αναφορά στην
ταμπακέρα: το έργο στο ρέμα Αγίας Αικατερίνης, για την εκτροπή του έξω από την
πόλη. Αυτό που έμεινε με τον χαρακτηρισμό «κατεπείγον» από λίγο μετά την προ
40ετίας προηγούμενη καταστροφική πλημμύρα.
Περί αυτών ακριβώς πρόκειται. Τα υπόλοιπα, να είχαμε να
λέγαμε.
Ο μύθος της βιβλικής θεομηνίας, αντιθέτως, έπαιξε στα
Μ.Μ.«Ε.» και με υπερωρίες. Πρόχειρες εκτιμήσεις ειδικών, με ρεκλάμα αλλά χωρίς
υπογραφή, αναλάμβαναν να σπείρουν εντυπώσεις. Ακόμη και για κλιματική αλλαγή, απροσδιορίστων
διαστάσεων.
Πουθενά μία εξήγηση γιατί δεν υπάρχουν βροχομετρικοί
σταθμοί, σε μια στοιχειωδώς επαρκή πυκνότητα. Πουθενά μία ελέγξιμη εκτίμηση,
όπως π.χ. για την εμφανισθείσα πλημμυρική παροχή. Πουθενά μία εξήγηση για την
πλημμύρα σε αυτοκινητόδρομο.
Είναι δεδομένο: η γνωστή «παράγκα» του πελατειακού κράτους
συνεχίζει απτόητη να ψαρεύει σε θολά νερά. Μαζί με τους συνεργούς στην
«ενημέρωση», έχουν πλέον την τεχνογνωσία του πανικού: αοριστία κινδύνου. Ο
απλός τηλεθεατής απορροφά κάπως το μετρημένο μεγάλο, τρομοκρατείται στο
ακαθόριστα μεγάλο. Και θυματοποιείται.
Όλα αυτά, οι «νοικοκυραίοι», η ραχοκοκαλιά του ελληνικού
λαού, απλώς τα παρακολουθούν. Ο καθένας αμύνεται ατομικά, φροντίζοντας μόνος
του να μην γίνει θύμα όλης αυτής της αθλιότητας. Κι όποιος την πατήσει, ας
πρόσεχε.
Σοκάρει, ίσως, η ωμότητα, αλλά έτσι είναι οι αλήθειες. Είναι
φυσικό φαινόμενο, που κάνει κι αυτό τον κύκλο του.
Σε αυτό το κλίμα, πάντως, αξίζουν αναφοράς –εκτιμώ– δύο
θέματα: ο μύθος των καταπατητών και η φιλοσοφία του αντιπλημμυρικού σχεδιασμού.
Καταπατητές.
Εξετάζοντας κανείς προσεκτικά τα τοπογραφικά διαγράμματα της
Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (Γ.Υ.Σ.), εποχής 1970, σε κλίμακα 1:5.000, τα
γνωστά και ως «πεντάρια», διαπιστώνει το εξής απλό: τα περισσότερα ρέματα της Αττικής ΔΕΝ κατέληγαν στη θάλασσα. Ακόμη και
κάποια μεγάλα, «έσβηναν» νωρίτερα. Η διαπίστωση δεν σηκώνει αντιρρήσεις.
Καταπατητές ρεμάτων δεν υπήρχαν ακόμη. Περιοχές που σήμερα
είναι γεμάτες μεζονέτες, ήταν ακόμη απάτητες –ούτε καν χωράφια. Και ο μηχανισμός
διαδοχικών αλλαγών στα ρέματα είναι γνωστός στην Επιστήμη.
Εν ολίγοις: Τα ρέματα είχαν σχηματισμένη κοίτη στις
–παρθένες τότε– ορεινές λεκάνες απορροής. Και, όταν έβρεχε, «κατέβαζαν» με ορμή
φερτά υλικά. Φθάνοντας πιά στους πρόποδες των βουνών, έκοβαν αναγκαστικά
ταχύτητα, και συνεπώς δεν μπορούσαν πλέον να παρασύρουν πέτρες κ.λ.π. Έτσι
σχηματιζόταν ο λεγόμενος «κώνος αποθέσεων». Το νερό το απορροφούσε το έδαφος,
στον χώρο αποθέσεων. Δηλαδή: δεν υπήρχαν, τότε!, ρέματα ώστε να καταπατηθούν. Ούτε
αυτή η επιστημονική εξήγηση σηκώνει αντιρρήσεις, όπου –φυσικά– τα παλιά
διαγράμματα συνηγορούν.
Η συνέχεια είναι περισσότερο γνωστή. Στην αρχή τα απάτητα
έγιναν χωράφια, και μετά οικόπεδα-φιλέτα. Οι ορεινές λεκάνες απορροής έδιναν
πιά πολύ περισσότερα ύδατα στα ρέματα. Μοιραία, τα ρέματα άνοιγαν πλέον κοίτες
στους χώρους των κώνων αποθέσεων. Όλο και μεγαλύτερες.
Κι εκεί άρχιζαν οι «δουλειές με φούντες» για το διεφθαρμένο
κράτος. Άδειες για δόμηση πάνω σε ρέματα, με νόμιμη! διευθέτηση ή/και κάλυψη
του ρέματος. Βιομηχανία ολόκληρη: μελέτες, γραφειοκρατία, κατασκευές,
αντιδικίες, «εξυπηρετήσεις»…
Φυσικά υπήρχαν και οι αυθαίρετοι καταπατητές, αλλά ο
τελευταίος που ενδιαφερόταν να τους συνετίσει ήταν το πελατειακό κράτος. Γι’
αυτό και φρόντισε να βάζει τους πάντες «στο ίδιο τσουβάλι»: (1) τους
καταπατητές, (2) τους αδειούχους και (3) αυτούς που απλώς είδαν το ρέμα να
απαιτεί κοίτη από την ιδιοκτησία τους. Στον χώρο των κώνων αποθέσεων, δηλαδή, όπου
πριν δεν υπήρχε ρέμα.
Μια παραλλαγή αυτού του φαινομένου, είχαμε και στην Μάνδρα.
Φιλοσοφία.
Ας σκεφθούμε την εξής υπόθεση εργασίας: δίνει κάποιος την
μελέτη του ως άνω έργου εκτροπής στο Δημοτικό Συμβούλιο της Μάνδρας. Και μαζί,
τα κάπου 6 εκ.
ευρώ της προϋπολογιζόμενης δαπάνης. Με το ελεύθερο στη διάθεση του ποσού, είτε
για το αντιπλημμυρικό, είτε για φιλανθρωπία, σχολεία, καθαριότητα –ο,τιδήποτε.
Ερώτηση: τι να περιμένουμε ότι θα κάνουν;
Προφανώς, για κάποιο διάστημα, οι νεκροί και η καταστροφή
δεν επιτρέπουν εξυπνάδες. Κανείς αιρετός δεν θα αποτολμούσε να προτείνει κάτι άλλο
από το έργο εκτροπής. Πιθανότατα, ουδείς θα τολμούσε να προτείνει ακόμη και κάποια
εναλλακτική λύση αντιπλημμυρικής προστασίας.
Τι θα γινόταν, όμως, αν η δωρεά [που υποθέτουμε] είχε γίνει
πέρυσι; Αν κάποιος επικαλούνταν ότι το έργο έχει χαρακτηρισθεί κατεπείγον, τι
θα απαντούσε στην παρατήρηση-ματ: «ναι, από το 1978»;
Σοκάρει η θέση, αλλά νάτην: έχει κάποιο δίκιο η παρατήρηση.
Κάποιο –το τονίζω.
Εν ολίγοις: έχουμε φιλοσοφία και τεχνικές προδιαγραφές
αντιπλημμυρικού σχεδιασμού που δεν αντέχουν σοβαρή κριτική. Δεν αντέχουν σε
τεχνικοοικονομική σύγκριση με πιο έξυπνα μέτρα αντιπλημμυρικής προστασίας.
Και δεν είναι μόνον τα γνωστά περί έργων ορεινής υδρονομίας.
Είναι και αντιλήψεις ενεργού άμυνας σε σπάνια φαινόμενα. Αντιλήψεις που βάζουν
λίγο στην άκρη τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις μονιμότητας. Και πολλά άλλα.
Το κυριότερο: τεχνικοοικονομικές συγκρίσεις υπό τις
ελληνικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες. Και αντίστοιχες αποφάσεις.
Μέχρι να τα ξανασκεφθούμε όλα αυτά καλά, σε ανοιξιάτικους
καιρούς για την χώρα, ας θαυμάσουμε τις παντοειδείς διανομές «σανού», τις
διεισδυτικές εισαγγελικές έρευνες και τους εκ των υστέρων ηρωισμούς οργανωμένων
συμφερόντων.
Μαζί και το γνωστό ρεφραίν: δεν φταίνε οι τωρινοί, γιατί και
οι προηγούμενοι έφταιγαν.
Κόρινθος 26 Νοεμβρίου 2017
Κώστας Τζαναβάρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου