Εκ
πρώτης όψεως, η πρόσφατη κοινοβουλευτική «συζήτηση» για το σκάνδαλο Novartis, ήταν αυτό που λέμε «μία από τα ίδια». Η γνωστή
φάρσα, με τις αντεγκλήσεις και τις κορώνες, που οδηγεί αρχικά στον εγκλωβισμό
της κοινής γνώμης, και τελικά στην συγκάλυψη. Γνωστά πράγματα πια. Δεν είναι ανάγκη να μπούμε σε λεπτομέρειες.
Ας σκεφθούμε, όμως, την ώρα
που προσπαθούμε να βγάλουμε άκρη με τα πολιτικάντικα τερτίπια, τα εξής απλά:
[α] Η πολιτική διαφθορά
θεωρείται αναντιρρήτως μείζον πρόβλημα της χώρας μας, και βασικός λόγος που
βρεθήκαμε στην υπερχρέωση.
[β] Βασικό οχυρό της
πολιτικής διαφθοράς είναι –επίσης αναντιρρήτως– η νομική θωράκιση της πολιτικής
διαφθοράς: ο νόμος περί [μη]ευθύνης υπουργών.
Άρα:
[γ] Πώς εξηγείται το γεγονός ότι οι δανειστές έχουν επιβάλει μύρια όσα, αλλά
όχι και την κατάργηση του φαύλου νόμου; Δεν θα ήταν λογικό, και κατά απόλυτη
προτεραιότητα μάλιστα;
Αντ’ αυτού, για την δίωξη της
πολιτικής διαφθοράς, επιχειρείται τώρα ένας νομικός ακροβατισμός. Εν ολίγοις: θα
παραμένει η παραγραφή της απιστίας υπουργού, αλλά η δωροληψία δεν θα παραγράφεται
τάκα-τακα κι αυτή. Θα θεωρείται, ιδίως ως προς την νομιμοποίηση εσόδων, ότι δεν
εμπίπτει στην «εκτέλεση καθηκόντων» αλλά γίνεται «επ’ ευκαιρία» τους.
Καθώς
η προσέγγιση έχει κάποια προϊστορία, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πού θα
καταλήξει. Αν δεν «περάσει» αυτό, πάντως, όλη η πρόσφατη φασαρία ήταν σκέτη
φάρσα. Αλλά, ας σημειωθεί και κάτι χαρακτηριστικό: η κοινή γνώμη δεν έχει πάρει
χαμπάρι τίποτα σχετικά. Γιατί άραγε;
Μέσα στον γενικό χαμό, ίσως
δεν θα ήταν τελείως για πέταμα μία καινοτόμα ιδέα. Η παραγραφή των ευθυνών
υπουργού, όπως και η εκάστοτε παροχή της βουλευτικής ασυλίας, να προϋποθέτουν
αίτηση του κατηγορούμενου. Είναι μία απλούστατη νομική ρύθμιση, που –λογικά– και
στέκει και γίνεται αμέσως και έχει αναδρομική ισχύ. Εναλλακτικά: ας δοθεί
δικαίωμα παραίτησης…
Αν
μη τι άλλο, να γλυτώσουμε την χοντρή κοροϊδία του «θέλω να δικαστώ». Λίγο θα
ήταν;
Όλα αυτά, όπως φαίνεται, καταφέρνουν να κρύψουν την
τραγωδία. Ας προσέξουμε μία αποκαλυπτική αρχηγική ατάκα: «δεν κάνετε απολύτως τίποτα για να μειώσετε την υπερσυνταγογράφηση που
αποτελεί, αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί διαχρονική εστία διαφθοράς και
προκαλεί μεγάλη οικονομική αιμορραγία στα δημόσια ταμεία».
Τι αποκαλύπτει; Απλούστατο: την αδιαφορία για την
οικονομική αιμορραγία των απλών πολιτών. Ακόμη περισσότερο: την αδιαφορία για
τις δραματικές επιπτώσεις της υπερσυνταγογράφησης στην υγεία των απλών πολιτών.
Κι αν για το πρώτο κάποιες πτέρυγες της Βουλής μπορούν
να επικαλεστούν κάποιες αναφορές απελπισίας, ποιος καταφέρθηκε ευθέως κατά της
πολυφαρμακίας; Ποιος ξεκαθάρισε ότι πρόκειται για υπερβολική κατανάλωση
φαρμάκων; Ποιος φώναξε ότι πάνω από
οικονομικό ζήτημα, είναι πρώτα μείζον ζήτημα υγείας;
Μήπως
έχει καταπολεμηθεί το πρόβλημα; Μήπως είναι λίγοι αυτοί που παίρνουν φάρμακα
«με τις χούφτες»; Ή μήπως το θέμα είναι άσχετο με την συζήτηση; Ή μήπως
–αντιθέτως– η συζήτηση είναι «γκρίζα διαφήμιση» της πολυφαρμακίας;
Κάπως έτσι, φθάνουμε σε μία
ακόμη –περίτεχνη και αποκαλυπτική– αρχηγική ατάκα: «Ε, λοιπόν, σήμερα αποδεικνύεται ότι δεν τα φάγαμε μαζί, γιατί δεν
είμαστε όλοι ίδιοι».
Μια και έχει εμφανισθεί στην
υπόθεση το αμερικάνικο FBI, ας
εφαρμόσουμε μία αποτελεσματική αμερικάνικη συνταγή ερευνών: “follow the money” [ακολούθα το χρήμα].
Έχουμε, λοιπόν, και λέμε:
[α] Η φαρμακευτική δαπάνη στη
χώρα μας, όπως αναφέρθηκε, ήταν για χρόνια στα επίπεδα των 12 δις ετησίως.
[β] Κάποιοι πολιτικοί
κατηγορούνται ότι πήραν μερικά εκατομμύρια. Και άπαξ.
[γ] Χιλιάδες φαρμακεία
τζιράριζαν επί χρόνια ιλιγγυωδώς.
[δ] Χιλιάδες επίορκοι γιατροί
έπαιρναν ποσοστά στα 12 δις. Και συνεχώς. Ιδίως στα ψυχοφάρμακα, τα ποσοστά που
ακούγονται είναι χοντρά.
Άρα:
[ε] Μάθαμε –τι μάθαμε; Ποιοι τα φάγανε; Ποιοι «προστατεύουν» με το αζημίωτο;
Ποιοι ακριβώς δ-ε-ν είναι ίδιοι;
Ας θαυμάσουμε περίτεχνη διατύπωση
παροχής πολιτικής «προστασίας»: «Ποιος τα
έφαγε; Τα έφαγε μια πολυάριθμη -είναι η αλήθεια- οικονομική, κοινωνική και
πολιτική ελίτ που έστησε επί δεκαετίες τα δίχτυα της εξουσίας της και τους
παραθεσμικούς μηχανισμούς επιρροής και εκβιασμών. Τα ονοματεπώνυμά της, αν
ενδιαφέρεστε, θα τα βρείτε στις χρυσές λίστες των φορολογικών παραδείσων.»
Φθάνουμε ακριβώς στον «σκηνοθέτη»
που ψάχνουμε. Ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε –όπως απάντησε– σε όλα στη συζήτηση, εκτός από
τις βαριές κατηγορίες για την στάση του το 2010. Και κατηγορήθηκε αδίκως για
ανακολουθία και υπαναχωρήσεις. Αδίκως…
Αδικείται γιατί παραμένει [σε κάτι!] συνεπής: στην
υπεράσπιση παχυλών συντεχνιακών συμφερόντων. Αυτά για τα οποία, όπως
αποδεικνύεται, δ-ε-ν ισχύει το λεχθέν: «Και
αν αυτές οι πρακτικές ήταν μια φορά καταδικαστέες την εποχή της επίπλαστης
ευημερίας, έγιναν δέκα φορές πιο αποκρουστικές, πιο επαχθείς, πιο απεχθείς, την
περίοδο των μνημονίων».
Κόρινθος 25 Φεβρουαρίου 2018
Κώστας Τζαναβάρας