Εξετάζοντας κανείς, προσεκτικά και απροκατάληπτα, το εξ Ιθάκης πρωθυπουργικό διάγγελμα, δεν έχει παρά να εστιάσει στα πρώτα λόγια:
Σήμερα στην πατρίδα μας ξημερώνει μια
καινούργια μέρα.
Μια μέρα ιστορική. Τα μνημόνια της λιτότητας, της ύφεσης, και της κοινωνικής ερήμωσης, επιτέλους τελείωσαν. Η χώρα μας ανακτά το δικαίωμα της, να ορίζει αυτή τις τύχες και το μέλλον της. Σαν μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα. Χωρίς εξωτερικούς καταναγκασμούς. Χωρίς άλλους εκβιασμούς. Χωρίς άλλες θυσίες του λαού μας.
Μια μέρα ιστορική. Τα μνημόνια της λιτότητας, της ύφεσης, και της κοινωνικής ερήμωσης, επιτέλους τελείωσαν. Η χώρα μας ανακτά το δικαίωμα της, να ορίζει αυτή τις τύχες και το μέλλον της. Σαν μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα. Χωρίς εξωτερικούς καταναγκασμούς. Χωρίς άλλους εκβιασμούς. Χωρίς άλλες θυσίες του λαού μας.
Αν όλα αυτά έστεκαν, η
λογοτεχνική απόδοση κλίματος που ακολούθησε, θα μπορούσε να θεωρηθεί και
αξιόλογη. Ιδιαιτέρως, στην συμβολική επισήμανση: η άφιξη στην Ιθάκη δεν είναι
το τέλος της δοκιμασίας.
Πράγματι, ο Όμηρος διδάσκει
ότι εκεί είναι απλώς το μέσον της Οδύσσειας. Η 13η από τις 24
ραψωδίες. Τουτέστιν: άλλος τόσος «δρόμος». Και για όσους αντέξουν.
Ερώτηση:
ποιο ακριβώς δικαίωμα ανέκτησε η χώρα μας;
Άλλη: μιλάμε για θεωρητικά
δικαιώματα, ή για ουσιαστικά δικαιώματα; Έχουμε πραγματικά τη δυνατότητα π.χ.
να καταργήσουμε με ένα νόμο ενός άρθρου όλους τους μνημονιακούς νόμους; Έστω
έναν;
Το σίγουρο, είναι ότι έχουμε
αναλάβει δεσμεύσεις που προβλέπεται να βαρύνουν και τα τρισέγγονά μας. Αυτές οι
δεσμεύσεις, ακραία επαχθείς, ουδόλως ακυρώθηκαν με την έξοδο από τα μνημόνια.
Μόνον ανόητοι μπορούν να το αγνοούν αυτό. Και μόνον δημαγωγοί μπορούν να το
υποβαθμίζουν.
Σίγουρα, επίσης, μία νέα
κατρακύλα [αν θεωρηθεί ότι έχουμε ξεφύγει από τον πάτο] δεν θα συγκινεί
κανέναν. Διευκρινίζω: κανείς δεν θα συγκινηθεί να συντρέξει τους δανειστές μας,
ώστε –εμμέσως– να δώσει και σε εμάς μία ακόμη ευκαιρία. Επαχθή μεν, αλλά
ευκαιρία.
Σε
αυτά τα πλαίσια, αποκτήσαμε όντως ένα δικαίωμα: να αποφασίζουμε ΠΩΣ θα
ανταποκριθούμε στις ανειλημμένες δεσμεύσεις. ΑΝ ανταποκρινόμαστε στις
ανειλημμένες μας δεσμεύσεις, ΤΟΤΕ μπορούμε να κάνουμε όνειρα για τέλος της λιτότητας, της ύφεσης, και της
κοινωνικής ερήμωσης.
Αυτή η ανταπόκριση στις
ανειλημμένες μας δεσμεύσεις, όμως, δεν –δεν!– κρίνεται από το πρωτογενές μας πλεόνασμα.
Ούτε κρίνεται από το πρόσημο του ισοζυγίου –είτε τρεχουσών συναλλαγών είτε
εμπορικού. Πολύ απλά, όταν μπει στη ζυγαριά και η εξυπηρέτηση του χρέους, η
εικόνα είναι δραματική.
Και όλα αυτά, αν θεωρηθεί ότι
είναι έστω διατηρήσιμο το πρωτογενές πλεόνασμα. Κι αν είναι αληθινό, και όχι “Greek statistics”.
Αν
θέλουμε να είμαστε σωστοί στους ομηρικούς συμβολισμούς, μάλλον θα πρέπει να
βλέπουμε τους εαυτούς μας κάπου έξω από το νησί των Φαιάκων. Κι όχι μόνον παλεύουμε
με στα κύματα, γυμνοί και νηστικοί, αλλά είμαστε και δεμένοι χειροπόδαρα.
Η μυθική άφιξη στην Ιθάκη,
ήταν με τελείως διαφορετικούς όρους: οι αριστοκράτες Φαίακες αποβίβαζαν τον
Οδυσσέα στο νησί του με βασιλικές τιμές. Καταξιωμένον. Σε σεντόνι, να κοιμάται
ήσυχος. Και του ξεφόρτωσαν και τα πλούσια δώρα τους.
Μόνον αστοιχείωτοι περί
Ομήρου, μπορούν να μιλούν για αντίστοιχη άφιξή μας σε «Ιθάκη». Ή, επιτήδειοι
δημαγωγοί. Ο Αντίνοος αρχιμνηστήρας παριστάνει τον Οδυσσέα –εκεί φθάσαμε.
Αν
θέλουμε να είμαστε πράγματι προσεκτικοί και απροκατάληπτοι, εκτιμώ ότι θα
πρέπει να αφήσουμε ανοικτό το ενδεχόμενο «Χαζό παιδί, χαρά γεμάτο». Τουτέστιν:
αμυντικοί μηχανισμοί του Εγώ, οδηγούν ευλόγως σε μυθοπλασίες.
Ο περί ου, λόγου χάριν, κόμπασε
και ότι «Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις αιτίες
και τα πρόσωπα που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια». Δεν μας είπε, όμως,
ονόματα και συνέπειες. Γενικότητες και μισο-προσπάθειες ο απολογισμός.
Επί πλέον, ούτε είπε και
τίποτα γι’ αυτούς που εφάρμοζαν μονόπαντα τα μνημόνια. Δεν κατάλαβε –η καλή
εκδοχή– ότι κάποιοι εφάρμοζαν επί χρόνια
τα μνημονιακά μέτρα λιτότητας, χωρίς να εφαρμόζουν και τα μνημονιακά μέτρα για
δραστική μείωση του κράτους. Αυτά που έδιναν κάποιο νόημα στις λαϊκές θυσίες.
Κάπως έτσι, ξέχασε το άθλιο
ήθος των ευρωγενίτσαρων αντιπάλων του, όπως αποκαλύφθηκε στην περιβόητη «διαπραγμάτευση».
Όταν λύσσαγαν μην τυχόν και πετύχει η χώρα «κάτι». Ακόμη και ένα απλώς αξιοπρεπές
τέλος της διαπραγμάτευσης.
Έχει τους λόγους του, όμως,
και ξεχνάει αυτά τα ασυγχώρητα των πολιτικών του αντιπάλων. Πάνε μαζί με την
ασυγχώρητη δειλία του στην καθοριστική στιγμή της ζωής του. Απεδείχθη ότι ο
ανδρισμός του υπήρχε μόνον στα λόγια και τα πρωτοσέλιδα.
Τελικά,
όλα αυτά, μας λένε το εξής απλό: μισόλογα για τα πρόσωπα που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια, ακούμε μπόλικα. Αλλά
είμαστε πολύ μακριά από τις αιτίες της κρίσης. Εξ ου, και, οι γνωστές πολιτικές
διαχείρισης της φτώχειας, κρύβουν –για την ώρα!– το τι ΔΕΝ θα ήταν διαχείριση
της φτώχειας.
Κάτι
ακόμη.
Μάλλον περνάει απαρατήρητο
ότι η καταχρεωμένη χώρα μας είναι επί χρόνια μία σημαδεμένη τράπουλα για χοντρά
παιχνίδια arbitrage με τα ομόλογα της.
Παιχνίδια –διευκρινίζω– των καλοπληροφορημένων για τις προθέσεις των δανειστών
μας, και κυρίως για τις προθέσεις των ευρωπαίων «εταίρων» μας.
Λίγοι αντιλαμβάνονται ότι ο
συναλλαγματικός κίνδυνος κρατικών ομολόγων είναι ακριβώς ίδιος για όλες τις
χώρες της ευρωζώνης. Διαφορετικός, είναι μόνον ο κίνδυνος αθέτησης του χρέους.
Αλλά…
Κρεμούλα: όσοι έχουν καλή
πληροφόρηση ότι η Ελλάδα θα συντηρείται, ώστε να πληρώνει τόκους από την
εντατική, έχουν ασφαλές εισόδημα πουλώντας γερμανικά ομόλογα και αγοράζοντας
ισόποσα ελληνικά.
Αυτό
που αλλάζει, λοιπόν, με το τέλος των μνημονίων, είναι –κατ’ ουσίαν!– μόνον οι
συνθήκες αυτού του arbitrage για λίγους. Ίσως, και τα
περιθώρια για καινούργια κλαψουρίσματα του στυλ «είχαμε αυταπάτες».
26
Αυγούστου 2018
Κώστας Τζαναβάρας